- γλαύκωμα
- το мед. глаукома
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γλαύκωμα — opacity of the crystalline lens neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαύκωμα — Οφθαλμική νόσος που οφείλεται σε αύξηση της ενδοφθάλμιας πίεσης (άνω των 20 mmHg). Η ονομασία της οφείλεται στο κυανοπράσινο (γλαυκό) χρώμα που αποκτά μερικές φορές η κόρη του ματιού των ατόμων που πάσχουν. Κατά την εξέλιξή της προκαλεί ελάττωση… … Dictionary of Greek
γλαύκωμα — το ασθένεια των ματιών: Πάσχει από χρόνιο γλαύκωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γλαυκωμάτων — γλαύκωμα opacity of the crystalline lens neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαυκώμασι — γλαύκωμα opacity of the crystalline lens neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαυκώματα — γλαύκωμα opacity of the crystalline lens neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαυκώματος — γλαύκωμα opacity of the crystalline lens neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαυκιώ — γλαυκιῶ ( άω) (μτχ. ενεστ. γλαυκιόων) (Α) 1. ρίχνω άγρια βλέμματα, «ασπρίζει το μάτι μου από θυμό» («γλαυκιόων δ ἰθὺς φέρεται μένει» ο λέων Όμ.) 2. αστράφτουν τα μάτια μου («γλαυκιὸων το βλέμμα και ἐπέραστον προσβλέπων») 3. (για άψυχα) λάμπω… … Dictionary of Greek
γλαυκωματικός — ή, ό (AM γλαυκωματικός, ή, όν) [γλαύκωμα] αυτός που πάσχει από γλαύκωμα … Dictionary of Greek
γλαυκώ — γλαυκῶ ( όω) (Α) 1. δίνω σε κάτι το γλαυκό χρώμα 2. παθ. γλαυκοῡμαι πάσχω από γλαύκωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλαυκός. Το παθ. γλαυκούμαι χρησιμοποιήθηκε στην ιατρική ορολογία αρχικά από τον Ιπποκράτη, εξαιτίας τού χρώματος που παίρνει το μάτι όταν… … Dictionary of Greek
Glaucoma — Classification and external resources Acute angle closure glaucoma of the right eye. Note the mid sized pupil, which was nonreactive to light, and injection of the conjunctiva. ICD 10 … Wikipedia